Ενέχυρο & Εκχώρηση απαίτησης

Απόφαση Εφετείου Θεσσαλονίκης 1445/2009

Πρόεδρος: Πάνος Πετρόπουλος, Πρόεδρος Εφετών

Εισηγήτρια: Σταματία Αναστασιάδου, Εφέτης Δικηγόροι: Στέργιος Κουκούδης - Γεώργιος Πουρνάρης

Κατά τα άρθρα 35, 36, 39 και 44 Ν.Δ. 17.7/13.8.1923, που κατ` άρθρο 41 Εισ-ΝΑΚ διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1254 εδ. α`, στην αρχή, και β` ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Κατ` ειδική ρύθμιση του ως άνω Ν.Δ., για τη σύσταση του υπέρ τράπεζας (ή άλλης α.ε.) ενεχύρου σε απαίτηση ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου ή άλλης φύσης χρηματική ή μη, προς εξασφάλιση είτε απαίτησης της τράπεζας από δάνειο ή από χορήγηση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, είτε απαίτησης οποιουδήποτε είδους του ίδιου πιστωτικού οργανισμού, προγενέστερης όμως βάσει του χρόνου γέννησης της από τη σύσταση του ενεχύρου, απαιτείται σύμβαση ενεχύρασης, ανεξάρτητα αν τούτο δεν έχει ή έχει βέβαιη χρονολογία. Κατ` ειδικότερη δε ρύθμιση του ίδιου Ν.Δ., αν η ενεχυραζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, χρηματική δε ή μη, η ενεχύραση συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρηση αυτής της απαίτησης από τον ενεχυραστή προς την τράπεζα, από την επίδοση δε αντιγράφου της σύμβασης ενεχύρασης στον τρίτον η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας, αλλά νομέας αυτής της απαίτησης, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον (Βλ. ΟλΑΠ 38/1988), η εν λόγω δε τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, το δε μετά την εξόφληση της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο αυτή οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή. Κατά τη γενική δε ρύθμιση του ΑΚ, αν η ενεχυρασμένη απαίτηση δεν είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, τυχαίνει δε να είναι χρηματική τέτοια, όπως συμβαίνει όταν η απαίτηση αυτή είναι του ενεχυραστή κατά της τράπεζας από τη σύμβαση κατάθεσης από εκείνον σ` αυτήν χρημάτων σε λογαριασμό ταμιευτηρίου, το δε ασφαλισμένο χρέος έχει λήξει, η τράπεζα έχει δικαίωμα να εισπράξει την ενεχυρασμένη απαίτηση αλλά μόνο για το ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση της, ενώ για το έγκυρο αυτής της είσπραξης δεν απαιτείται ούτε σχετική συναίνεση, έστω υπό τη μορφή σύμπραξης του ενεχυραστή κατά την είσπραξη ή σε προγενέστερο χρόνο, ούτε έκδοση εκ μέρους της τράπεζας κάποιου παραστατικού της είσπραξης στο όνομα του ενεχυραστή. Την κατάσταση δε αυτή δεν την αλλάζει το θεσπιζόμενο με τα άρθρα 1 και 2 του Ν.Δ. 1059/1971 απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων, αφού τούτο, μη συνεπαγόμενο σημειωτέον το ακατάσχετο των σχετικών απαιτήσεων (Βλ. ΟλΑΠ 19/2001 ΑρχΝ 2002 212) και άρα και τον από το άρθρο 451 ΑΚ αποκλεισμό διενέργειας οικείου συμψηφισμού, ισχύει, όπως συνάγεται από τα ως άνω άρθρα, όχι στις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας και του καταθέτη αλλά στις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας και τρίτων (ΑΠ 857/2004 ΕΕμπΔ 2005 97).