Δίκαιο Κρατικών Ενισχύσεων - H περίπτωση της φορολογικής απόφασης (“Tax ruling”) της Amazon στο Λουξεμβούργο και η αντιδικία της με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε., το Λουξεμβούργο δεν χορήγησε παράνομα φορολογικά πλεονεκτήματα υπέρ της θυγατρικής εταιρίας της Amazon με σχετική φορολογική απόφαση του που επιβεβαίωνε συγκεκριμένο τρόπο φορολόγησης των εισοδημάτων του κολοσσού στην Ευρώπη και, κατά συνέπεια, δεν τίθεται ζήτημα ανάκτησης παράνομης κρατικής ενίσχυσης, όπως είχε κρίνει με σχετική απόφαση της η Επιτροπή το 2017.

Κατόπιν εμπεριστατωμένης έρευνας που δρομολογήθηκε τον Οκτώβριο του 2014, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με φορολογική απόφαση (“tax ruling”), που το Λουξεμβούργο εξέδωσε το 2003 και παρέτεινε το 2011, μειώθηκε ο φόρος που καταβάλλει η Amazon στο Λουξεμβούργο χωρίς βάσιμη αιτιολόγηση. Η φορολογική απόφαση επέτρεψε στην Amazon να μεταφέρει τη συντριπτική πλειονότητα των κερδών της από μια εταιρεία του ομίλου Amazon, που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, στο Λουξεμβούργο (την Amazon EU), σε εταιρεία που δεν υπόκειται σε τέτοιο φόρο λόγω του εταιρικού τύπου της με βάση την τοπική νομοθεσία, δηλ, την Amazon Europe Holding Technologies. Συγκεκριμένα, η φορολογική απόφαση ενέκρινε την καταβολή δικαιωμάτων (royalty) από την Amazon EU στην Amazon Europe Holding Technologies, γεγονός που μείωσε σημαντικά τα φορολογητέα κέρδη της Amazon EU. Από την έρευνα της Επιτροπής προέκυψε ότι το ύψος των πληρωμών δικαιωμάτων, που εγκρίθηκε με τη φορολογική απόφαση, διογκώθηκε και δεν αντιστοιχούσε στην οικονομική πραγματικότητα. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φορολογική απόφαση χορήγησε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στην Amazon, επιτρέποντας στον όμιλο να καταβάλλει λιγότερους φόρους από ό,τι άλλες εταιρείες οι οποίες υπόκεινται στους ίδιους εθνικούς φορολογικούς κανόνες. Πράγματι, η απόφαση έδωσε στην Amazon τη δυνατότητα να αποφύγει τη φορολογία επί των τριών τετάρτων των κερδών που πραγματοποίησε από όλες τις πωλήσεις της Amazon στην ΕΕ.

Η διάρθρωση της Amazon στην Ευρώπη

Η απόφαση της Επιτροπής αφορά τη φορολογική μεταχείριση που επεφύλαξε το Λουξεμβούργο σε δύο εταιρείες του ομίλου Amazon – την Amazon EU και την Amazon Europe Holding Technologies. Και οι δύο είναι εταιρείες που έχουν συσταθεί στο Λουξεμβούργο, ανήκουν εξ ολοκλήρου στον όμιλο Amazon και ελέγχονται τελικά από την αμερικανική μητρική, Amazon.com, Inc.

  • Η Amazon EU (η «εταιρεία εκμετάλλευσης») διαχειρίζεται το τμήμα λιανικής της Amazon σε όλη την Ευρώπη. Το 2014 απασχολούσε περισσότερους από 500 εργαζομένους, οι οποίοι επέλεγαν τα εμπορεύματα προς πώληση στους ιστοτόπους της Amazon στην Ευρώπη, τα αγόραζαν από τους κατασκευαστές και διαχειρίζονταν τη διαδικτυακή πώληση και την παράδοση των προϊόντων στους πελάτες. Η Amazon διοργάνωσε τις πωλήσεις της στην Ευρώπη κατά τρόπον ώστε οι πελάτες που αγοράζουν προϊόντα σε οποιονδήποτε από τους ιστοτόπους της Amazon στην Ευρώπη να αγοράζουν συμβατικώς προϊόντα από την εταιρεία εκμετάλλευσης στο Λουξεμβούργο. Με τον τρόπο αυτό, η Amazon καταλόγιζε στο Λουξεμβούργο όλες τις πωλήσεις στην Ευρώπη, καθώς και τα κέρδη που απέρρεαν από αυτές.
  • Η Amazon Europe Holding Technologies (η «εταιρεία χαρτοφυλακίου») είναι ετερόρρυθμη εταιρεία η οποία δεν απασχολεί υπαλλήλους, δεν έχει γραφεία και δεν ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η εταιρεία χαρτοφυλακίου λειτουργεί ως μεσάζων μεταξύ της εταιρείας εκμετάλλευσης και της Amazon στις ΗΠΑ. Κατέχει ορισμένα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας για την Ευρώπη βάσει της λεγόμενης «συμφωνίας επιμερισμού του κόστους» με την Amazon στις ΗΠΑ. Η εταιρεία χαρτοφυλακίου δεν κάνει η ίδια ενεργό χρήση αυτής της διανοητικής ιδιοκτησίας. Απλώς παραχωρεί αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης αυτού του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας στην εταιρεία εκμετάλλευσης, η οποία το χρησιμοποιεί για να πραγματοποιεί τις επιχειρηματικές δραστηριότητες λιανικής της Amazon στην Ευρώπη.

Βάσει της συμφωνίας επιμερισμού του κόστους, η εταιρεία χαρτοφυλακίου καταβάλλει ετήσιες πληρωμές στην Amazon στις ΗΠΑ ως συνεισφορά στο κόστος ανάπτυξης της διανοητικής ιδιοκτησίας. Το κατάλληλο ύψος των εν λόγω πληρωμών καθορίστηκε πρόσφατα από αμερικανικό φορολογικό δικαστήριο.

Βάσει της γενικής φορολογικής νομοθεσίας του Λουξεμβούργου, η εταιρεία εκμετάλλευσης υπόκειται σε εταιρική φορολόγηση στο Λουξεμβούργο, αλλά όχι και η εταιρεία χαρτοφυλακίου λόγω της νομικής της μορφής ως ετερόρρυθμης εταιρείας. Τα κέρδη που πραγματοποιούνται από την εταιρεία χαρτοφυλακίου φορολογούνται μόνο στο επίπεδο των εταίρων και όχι στο επίπεδο της ίδιας της εταιρείας χαρτοφυλακίου. Οι εταίροι της εταιρείας χαρτοφυλακίου βρίσκονταν στις ΗΠΑ και έχουν μέχρι στιγμής αναβάλει τη φορολογική τους υποχρέωση.

Η Amazon εφάρμοσε τη δομή αυτή, η οποία εγκρίθηκε με την υπό εξέταση φορολογική απόφαση, μεταξύ Μαΐου 2006 και Ιουνίου 2014. Τον Ιούνιο του 2014, η Amazon άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας της στην Ευρώπη. Η νέα αυτή διάρθρωση βρίσκεται εκτός του πεδίου έρευνας της Επιτροπής για ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης.

Το πεδίο έρευνας της Επιτροπής

Σκοπός του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ είναι να εξασφαλίζεται ότι τα κράτη μέλη δεν προσφέρουν σε επιλεγμένες εταιρείες καλύτερη φορολογική μεταχείριση από ό,τι σε άλλες, μέσω φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» ή με άλλο τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, οι συναλλαγές μεταξύ εταιρειών ενός εταιρικού ομίλου πρέπει να τιμολογούνται κατά τρόπο που να αποτυπώνει την οικονομική πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι οι πληρωμές μεταξύ δύο εταιρειών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο θα πρέπει να είναι σύμφωνες με ρυθμίσεις που πραγματοποιούνται υπό τους όρους που ισχύουν στο εμπόριο μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων (η λεγόμενη «αρχή του πλήρους ανταγωνισμού»).

Η έρευνα της Επιτροπής για ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης αφορούσε φορολογική απόφαση τύπου «tax ruling» που εκδόθηκε από το Λουξεμβούργο για την Amazon το 2003 και παρατάθηκε το 2011. Με την εν λόγω απόφαση εγκρίθηκε η μέθοδος υπολογισμού της φορολογητέας βάσης της εταιρείας εκμετάλλευσης. Έμμεσα, εγκρίθηκε επίσης η μέθοδος υπολογισμού των ετήσιων πληρωμών από την εταιρεία εκμετάλλευσης στην εταιρεία χαρτοφυλακίου για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας της Amazon, των οποίων έκανε χρήση μόνον η εταιρεία εκμετάλλευσης.

Οι πληρωμές αυτές υπερέβαιναν, κατά μέσο όρο, το 90 % των λειτουργικών κερδών της εταιρείας εκμετάλλευσης. Ήταν σημαντικά υψηλότερες (κατά 1,5 φορά) από τα ποσά που έπρεπε να καταβάλλει η εταιρεία χαρτοφυλακίου στην Amazon στις ΗΠΑ βάσει της συμφωνίας επιμερισμού του κόστους.

Βεβαίως αυτή η έρευνα της Επιτροπής δεν αμφισβήτησε ούτε ότι η εταιρεία χαρτοφυλακίου είχε την κυριότητα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας των οποίων την άδεια εκμετάλλευσης παραχωρούσε στην εταιρεία εκμετάλλευσης, ούτε ότι η εταιρεία χαρτοφυλακίου κατέβαλλε τακτικές πληρωμές στην Amazon στις ΗΠΑ για την ανάπτυξη αυτής της διανοητικής ιδιοκτησίας. Επίσης δεν αμφισβήτησε το εν γένει φορολογικό σύστημα του Λουξεμβούργου καθεαυτό.

Αξιολόγηση της Επιτροπής

Η έρευνα της Επιτροπής για ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με τη φορολογική απόφαση που εξέδωσε το Λουξεμβούργο εγκρίθηκε μια αδικαιολόγητη μέθοδος υπολογισμού των φορολογητέων κερδών της Amazon στο Λουξεμβούργο. Ειδικότερα, το ύψος των δικαιωμάτων που κατέβαλλε η εταιρεία εκμετάλλευσης στην εταιρεία χαρτοφυλακίου ήταν διογκωμένο και δεν αποτύπωνε την οικονομική πραγματικότητα.

  • Η εταιρεία εκμετάλλευσης ήταν η μόνη οντότητα που λάμβανε ενεργά αποφάσεις και διεξήγε δραστηριότητες σχετικές με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες λιανικής της Amazon στην Ευρώπη. Όπως προαναφέρθηκε, το προσωπικό της επέλεγε τα εμπορεύματα προς πώληση, τα αγόραζε από τους κατασκευαστές και διαχειριζόταν τη διαδικτυακή πώληση και την παράδοση των προϊόντων στους πελάτες. Η εταιρεία εκμετάλλευσης προσάρμοζε επίσης την τεχνολογία και το λογισμικό που χρησιμοποιούσε η πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου της Amazon στην Ευρώπη, επένδυε στο μάρκετινγκ και συγκέντρωνε δεδομένα πελατών. Αυτό σημαίνει ότι διαχειριζόταν και προσέθετε αξία στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας για τα οποία είχε λάβει άδεια εκμετάλλευσης.
  • Η εταιρεία χαρτοφυλακίου ήταν «κενό κέλυφος» που απλώς μετακύλιε τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας προς την εταιρεία εκμετάλλευσης για αποκλειστική της χρήση. Η εταιρεία χαρτοφυλακίου δεν συμμετείχε η ίδια καθ' οιονδήποτε τρόπο ενεργά στη διαχείριση, την ανάπτυξη ή τη χρήση αυτής της διανοητικής ιδιοκτησίας. Δεν ασκούσε, ούτε δεν μπορούσε να ασκεί, δραστηριότητες, ώστε να δικαιολογείται το ύψος των δικαιωμάτων που εισέπραττε.

Βάσει της μεθόδου που εγκρίθηκε με τη φορολογική απόφαση, τα φορολογητέα κέρδη της εταιρείας εκμετάλλευσης μειώθηκαν στο ένα τέταρτο των πραγματικών κερδών. Σχεδόν τα τρία τέταρτα των κερδών της Amazon καταλογίζονταν αθέμιτα στην εταιρεία χαρτοφυλακίου, όπου παρέμεναν αφορολόγητα. Πράγματι, η απόφαση έδωσε στην Amazon τη δυνατότητα να αποφύγει τη φορολογία επί των τριών τετάρτων των κερδών που πραγματοποίησε από όλες τις πωλήσεις της Amazon στην ΕΕ.

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φορολογική απόφαση που εκδόθηκε από το Λουξεμβούργο ενέκρινε πληρωμές μεταξύ δύο εταιρειών του ίδιου ομίλου, πράγμα που δεν συνάδει με την οικονομική πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, η φορολογική απόφαση επέτρεψε στην Amazon να καταβάλλει σημαντικά λιγότερο φόρο από άλλες εταιρείες. Ως εκ τούτου, η απόφαση της Επιτροπής διαπίστωσε ότι η φορολογική μεταχείριση της Amazon από το Λουξεμβούργο βάσει της φορολογικής απόφασης είναι παράνομη σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων.

Τόσο το Λουξεμβούργο όσο και η Amazon προσέφυγαν κατά της απόφασης της Επιτροπής για ανάκληση της ως άνω κρατικής βοήθειας.

Τι έκρινε το Γ.Δ.Ε.Ε.

Σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι υπήρξε αδικαιολόγητη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της ευρωπαϊκής θυγατρικής του ομίλου Amazon και ότι εντεύθεν της χορηγήθηκε αθέμιτο οικονομικό πλεονέκτημα.Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχεται, κατ 'ουσίαν, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αμφισβητούν τόσο τα κύρια όσο και τα επικουρικά ευρήματα ενός πλεονεκτήματος. Στηριζόμενο στις αρχές που είχαν ήδη διατυπωθεί σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων «κρατικών ενισχύσεων» στο πλαίσιο των φορολογικών αποφάσεων, το Γενικό Δικαστήριο παρέχει σημαντικές διευκρινίσεις όσον αφορά το εύρος του βάρους αποδείξεως της Επιτροπής κατά τον προσδιορισμό της ύπαρξης πλεονεκτήματος. Το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει, καταρχάς, την πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία, κατά την εξέταση φορολογικών μέτρων υπό το φως των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις, η ίδια η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να αποδειχθεί μόνο σε σύγκριση με την «κανονική» φορολογία, με αποτέλεσμα ότι, για να προσδιοριστεί εάν υπάρχει φορολογικό πλεονέκτημα, η θέση του αποδέκτη ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του επίμαχου μέτρου πρέπει να συγκριθεί με τη θέση του ελλείψει του επίμαχου μέτρου και σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες φορολογίας.

Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της αρχικής διαπίστωσής της δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι η φορολογική επιβάρυνση της εταιρείας μειώθηκε τεχνητά ως αποτέλεσμα της υπερτιμολόγησης των δικαιωμάτων. Δεύτερον, αφού εξέτασε τις τρεις επικουρικές διαπιστώσεις ενός πλεονεκτήματος, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα μεθοδολογικά σφάλματα που εντοπίστηκαν οδήγησαν αναγκαστικά σε υποτίμηση της αμοιβής που θα είχε λάβει η θυγατρική της Amazon υπό τις συνθήκες της αγοράς και, κατά συνέπεια, την ύπαρξη πλεονεκτήματος που συνίσταται στη μείωση της φορολογικής της επιβάρυνσης. Πιο συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή μπορούσε ορθώς να θεωρήσει ότι ορισμένες λειτουργίες που εκτελεί η εταιρεία εκμετάλλευσης σε σχέση με τα άυλα περιουσιακά στοιχεία υπερβαίνουν τις απλές λειτουργίες «διαχείρισης», ωστόσο, δεν αιτιολόγησε με τον απαιτούμενο νομικό κανόνα τη μεθοδολογική επιλογή που συνήγαγε από αυτό. Ούτε απέδειξε γιατί οι λειτουργίες της, όπως προσδιορίστηκαν από την Επιτροπή, έπρεπε απαραίτητα να οδηγήσουν σε υψηλότερη αμοιβή για την εταιρεία εκμετάλλευσης. Ομοίως, όσον αφορά τόσο την επιλογή του καταλληλότερου δείκτη επιπέδου κέρδους όσο και στον μηχανισμό ανώτατου ορίου, που εγκρίθηκε από την επίμαχη φορολογική απόφαση για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της εταιρείας εκμετάλλευσης, ακόμη και αν ήταν εσφαλμένα, η Επιτροπή δεν κατάφερε να ικανοποιήσει τις αποδεικτικές απαιτήσεις που επιβάλλει η σχετική νομοθεσία. Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι καμία από τις διαπιστώσεις που εξέθεσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση της δεν αρκεί για να αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί στο σύνολό της.

Σημείωση: Η φορολογική ελάφρυνση της Amazon ανήλθε σε περισσότερα από 250 εκ ΕΥΡΩ σύμφωνα με τα παραπάνω.